- μεταφωνία
- ηγλωσσ. ποιοτική μεταβολή φωνήεντος υπό την επίδραση τού φωνήεντος γειτονικής συλλαβής, λ.χ. έξαφνα > άξαφνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. metaphonie < meta- (βλ. μετ[α]-) + -phonie (< φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek